παγούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παγούρι | τα | παγούρια |
γενική | του | παγουριού | των | παγουριών |
αιτιατική | το | παγούρι | τα | παγούρια |
κλητική | παγούρι | παγούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παγούρι < μεσαιωνική ελληνική παγούριν / παγούριον < αρχαία ελληνική πάγουρος (καβούρι, ίσως λόγω του σχήματος του δοχείου)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαγούρι ουδέτερο
- μικρής χωρητικότητας κλειστό δοχείο από σκληρό υλικό που χρησιμοποιείται για να μεταφέρει νερό
- (σπάνιο) καβούρι ή άλλο είδος καρκινοειδούς