Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγούρι τα παγούρια
      γενική του παγουριού των παγουριών
    αιτιατική το παγούρι τα παγούρια
     κλητική παγούρι παγούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αλουμινένιο παγούρι (1)

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγούρι < μεσαιωνική ελληνική παγούριν / παγούριον < αρχαία ελληνική πάγουρος (καβούρι, ίσως λόγω του σχήματος του δοχείου)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγούρι ουδέτερο

  1. μικρής χωρητικότητας κλειστό δοχείο από σκληρό υλικό που χρησιμοποιείται για να μεταφέρει νερό
  2. (σπάνιο) καβούρι ή άλλο είδος καρκινοειδούς
    άλλες μορφές: πάγουρας, πάγουρος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία