Ετυμολογία

επεξεργασία
παγούριν < πάγουρ(ος) + -ιν < αρχαία ελληνική πάγουρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παγούριν ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό στην ποντιακή διάλεκτο καθώς και στα νέα ελληνικά με διαφορετική σημασία)

  • (θαλάσσιο ζώο) ο κάβουρας, καβούρι
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 319 (317-319) @georgakas.lit.auth.gr
    Τετράδα καὶ Παρασκευὴ ξηροφαγοῦντες ὅλως,
    ἰχθὺν γὰρ οὐκ ἐσθίομεν, ἄναξ, ποσῶς ἐν τούτοις,
    ἀμὴ ψωμίτσια ἀστακοὺς, ἀληθινὰ παγούρια,
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • παγούρια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)