Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάγουρος αρσενικό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό στην ποντιακή διάλεκτο)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πάγουρος οἱ πάγουροι
      γενική τοῦ παγούρου τῶν παγούρων
      δοτική τῷ παγούρ τοῖς παγούροις
    αιτιατική τὸν πάγουρον τοὺς παγούρους
     κλητική ! πάγουρε πάγουροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παγούρω
γεν-δοτ τοῖν  παγούροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάγουρος αρσενικό

  • (θαλάσσιο ζώο) ο κάβουρας
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 606 (606-607)
    ἤσθιον δὲ τοὺς παγούρους ἀντὶ ποίας Μηδικῆς, | εἴ τις ἐξέρποι θύραζε κἀκ βυθοῦ θηρώμενοι·
    Κι αντίς τριφύλλι τρώγανε χοντρά καβούρια, | όποιο έβγαινε στη στεριά το ᾽πιαναν ή τα τσάκωναν στον βυθό της θάλασσας.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 4, 2 @scaife.perseus
    Μέγιστον μὲν οὖν ἐστὶν ἃς καλοῦσι μαίας, δεύτερον δὲ οἵ τε πάγουροι καὶ οἱ Ἡρακλεωτικοὶ καρκίνοι, ἔτι δ’ οἱ ποτάμιοι· οἱ δ’ ἄλλοι ἐλάττους καὶ ἀνωνυμώτεροι.
      2ος/3ος κε αιώνας Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 1.609 @scaife.perseus
    ὁλκοὶ πουλυπόδων οὐδʼ ἀστακοὶ οὐδὲ πάγουροι·
     συνώνυμα: καρκίνος

Συγγενικά

επεξεργασία