πάγουρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάγουρος | οι | πάγουροι |
γενική | του | πάγουρου & παγούρου |
των | πάγουρων & παγούρων |
αιτιατική | τον | πάγουρο | τους | πάγουρους & παγούρους |
κλητική | πάγουρε | πάγουροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάγουρος < αρχαία ελληνική πάγουρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάγουρος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πάγουρος
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάγουρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάγουρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάγουρος αρσενικό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό στην ποντιακή διάλεκτο)
- (θαλάσσιο ζώο) ο κάβουρας, καβούρι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- στα νέα ελληνικά: πάγουρας
Πηγές
επεξεργασία- πάγουρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- πάγουρος σελ.185, Τόμος 14 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- πάγουρος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πάγουρος | οἱ | πάγουροι |
γενική | τοῦ | παγούρου | τῶν | παγούρων |
δοτική | τῷ | παγούρῳ | τοῖς | παγούροις |
αιτιατική | τὸν | πάγουρον | τοὺς | παγούρους |
κλητική ὦ! | πάγουρε | πάγουροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παγούρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παγούροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάγουρος < πάγος + οὐρά
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ λατινικά: pagurus, ↷ οθωμανικά τουρκικά: پاغوریه (pağurya), ⇒ νέα ελληνικά: πάγουρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάγουρος αρσενικό
- (θαλάσσιο ζώο) ο κάβουρας
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 606 (606-607)
- ἤσθιον δὲ τοὺς παγούρους ἀντὶ ποίας Μηδικῆς, | εἴ τις ἐξέρποι θύραζε κἀκ βυθοῦ θηρώμενοι·
- Κι αντίς τριφύλλι τρώγανε χοντρά καβούρια, | όποιο έβγαινε στη στεριά το ᾽πιαναν ή τα τσάκωναν στον βυθό της θάλασσας.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἤσθιον δὲ τοὺς παγούρους ἀντὶ ποίας Μηδικῆς, | εἴ τις ἐξέρποι θύραζε κἀκ βυθοῦ θηρώμενοι·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 4, 2 @scaife.perseus
- Μέγιστον μὲν οὖν ἐστὶν ἃς καλοῦσι μαίας, δεύτερον δὲ οἵ τε πάγουροι καὶ οἱ Ἡρακλεωτικοὶ καρκίνοι, ἔτι δ’ οἱ ποτάμιοι· οἱ δ’ ἄλλοι ἐλάττους καὶ ἀνωνυμώτεροι.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 1.609 @scaife.perseus
- ὁλκοὶ πουλυπόδων οὐδʼ ἀστακοὶ οὐδὲ πάγουροι·
- ≈ συνώνυμα: καρκίνος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 606 (606-607)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πάγουρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάγουρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.