pagurus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pagurus < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική πάγουρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpagurus (la) αρσενικό
- (θαλάσσιο ζώο) ο κάβουρας
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pagurus | pagurī |
γενική | pagurī | pagurōrum |
δοτική | pagurō | pagurīs |
αιτιατική | pagurum | pagurōs |
κλητική | pagure | pagurī |
αφαιρετική | pagurō | pagurīs |
Πηγές
επεξεργασία- pagurus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.