φλασκιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλασκιά | οι | φλασκιές |
γενική | της | φλασκιάς | των | φλασκιών |
αιτιατική | τη | φλασκιά | τις | φλασκιές |
κλητική | φλασκιά | φλασκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλασκιά θηλυκό
- (φυτό) νεροκολοκυθιά (φυτό)
- (λαϊκότροπο) χτύπημα με μία φλάσκα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φλασκί
Μεταφράσεις επεξεργασία
φλασκιά
|