κωλότσεπη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακωλότσεπη θηλυκό
- τσέπη παντελονιού, και σπανιότερα φούστας, που βρίσκεται στο πίσω μέρος, στο ύψος του γοφού
Μεταφράσεις
επεξεργασία κωλότσεπη
|
κωλότσεπη θηλυκό
|