φλάσκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φλάσκη | αἱ | φλάσκαι*? | ||||
γενική | τῆς | φλάσκης | τῶν | φλασκῶν | ||||
δοτική | τῇ | φλάσκῃ | ταῖς | φλάσκαις | ||||
αιτιατική | τὴν | φλάσκην | τὰς | φλάσκᾱς | ||||
κλητική ὦ! | φλάσκη | φλάσκαι*? | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φλάσκᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | φλάσκαιν | ||||||
* Η προσωδία για το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι αβέβαιη. Αν είναι βραχύ, ο πληθυντικός οξύνεται. Αν είναι μακρό, περισπάται. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλάσκη < μεσαιωνική λατινική flasco[1] (= φιάλη) < φραγκική *flasko < πρωτογερμανική *flaskǭ (=δοχείο, φιάλη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleḱ- (πλέκω, υφαίνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλάσκη θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) δοχείο από κολοκύθα για κρασί, φλάσκα
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- φλάσκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.