Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φλασκωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φλασκωτ
ός
η
φλασκωτ
ή
το
φλασκωτ
ό
γενική
του
φλασκωτ
ού
της
φλασκωτ
ής
του
φλασκωτ
ού
αιτιατική
τον
φλασκωτ
ό
τη
φλασκωτ
ή
το
φλασκωτ
ό
κλητική
φλασκωτ
έ
φλασκωτ
ή
φλασκωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φλασκωτ
οί
οι
φλασκωτ
ές
τα
φλασκωτ
ά
γενική
των
φλασκωτ
ών
των
φλασκωτ
ών
των
φλασκωτ
ών
αιτιατική
τους
φλασκωτ
ούς
τις
φλασκωτ
ές
τα
φλασκωτ
ά
κλητική
φλασκωτ
οί
φλασκωτ
ές
φλασκωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φλασκωτός
<
φλασκί
+
-ωτός
Επίθετο
επεξεργασία
φλασκωτός, -ή, -ό
που έχει το
σχήμα
μιας
φλάσκας
, ενός
φλασκιού
Συνώνυμα
επεξεργασία
(
πλακουτσωτός
)
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
φλασκί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φλασκωτός