φιάσκο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φιάσκο | τα | φιάσκα |
γενική | του | φιάσκου | των | φιάσκων |
αιτιατική | το | φιάσκο | τα | φιάσκα |
κλητική | φιάσκο | φιάσκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιάσκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική fiasco < υστερολατινική flasco (= φιάλη) < φραγκική *flasko < πρωτογερμανική *flaskǭ (=δοχείο, φιάλη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleḱ- (πλέκω, υφαίνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιάσκο ουδέτερο
- πλήρης αποτυχία