Ουσιαστικό

επεξεργασία

fiasco (en)



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fiasco fiascos

fiasco (fr) αρσενικό

  1. το φιάσκο
     συνώνυμα: échec, (οικείο) bide, (μεταφορικά) four
     αντώνυμα: réussite
  2. (μεταφορικά) σεξουαλική αποτυχία στον άνδρα



Ουσιαστικό

επεξεργασία

fiasco (it) αρσενικό