Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γιδοτόμαρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γιδοτόμαρ
ο
τα
γιδοτόμαρ
α
γενική
του
γιδοτόμαρ
ου
των
γιδοτόμαρ
ων
αιτιατική
το
γιδοτόμαρ
ο
τα
γιδοτόμαρ
α
κλητική
γιδοτόμαρ
ο
γιδοτόμαρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γιδοτόμαρο
<
γίδα
+
-ο-
+
τομάρι
+
-ο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ʝi.ðoˈto.ma.ro
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
γι‐δο‐τό‐μα‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γιδοτόμαρο
ουδέτερο
το
τομάρι
/
δέρμα
μιας
γίδας
/
κατσίκας
Συνώνυμα
επεξεργασία
αιγόδερμα
γιδιά
κατσικοτόμαρο
σεβρό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γιδοτόμαρο
αρχαία ελληνικά
:
αἰγίς
αγγλικά
:
goatskin
(en)
,
kidskin
(en)
,
kid leather
(en)
πολωνικά
:
șevro
(pl)
,
saftian
(pl)
,
marochin
(pl)