Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατσικοτόμαρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κατσικοτόμαρ
ο
τα
κατσικοτόμαρ
α
γενική
του
κατσικοτόμαρ
ου
των
κατσικοτόμαρ
ων
αιτιατική
το
κατσικοτόμαρ
ο
τα
κατσικοτόμαρ
α
κλητική
κατσικοτόμαρ
ο
κατσικοτόμαρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατσικοτόμαρο
<
κατσίκα
+
-ο-
+
τομάρι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατσικοτόμαρο
ουδέτερο
το
γιδοτόμαρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατσικοτόμαρο
→
δείτε
τη λέξη
γιδοτόμαρο