φεμινισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
το σύμβολο του γυναικείου φύλου
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φεμινισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική féminisme < λατινική femininus < femina < πρωτοϊταλικά *fēmanā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰeh₁-m̥h₁n-éh₂ < *dʰeh₁(y)- (γαλουχώ, θηλάζω, βυζαίνω)
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1897
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɛ.mi.ni.ˈzmɔs/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φεμινισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- κοινωνική και πολιτική αντίληψη και κίνημα που στοχεύει στην ισότητα μεταξύ άνδρα και γυναίκας και τη διεύρυνση του γυναικείου ρόλου στην κοινωνία
Επεξεργασία
- αντιφεμινισμός
- αντιφεμινιστής
- αντιφεμινιστικά
- αντιφεμινιστικός
- αντιφεμινίστρια
- φεμινιστής
- φεμινιστικά
- φεμινιστικός
- φεμινίστρια
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φεμινισμός