αντιφεμινιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιφεμινιστικός < αντιφεμινιστ(ής) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
αντιφεμινιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αντιφεμινιστή και τον αντιφεμινισμό ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιφεμινιστικά
- → δείτε τις λέξεις αντιφεμινισμός και φεμινισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιφεμινιστικός