Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιφεμινιστικός η αντιφεμινιστική το αντιφεμινιστικό
      γενική του αντιφεμινιστικού της αντιφεμινιστικής του αντιφεμινιστικού
    αιτιατική τον αντιφεμινιστικό την αντιφεμινιστική το αντιφεμινιστικό
     κλητική αντιφεμινιστικέ αντιφεμινιστική αντιφεμινιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιφεμινιστικοί οι αντιφεμινιστικές τα αντιφεμινιστικά
      γενική των αντιφεμινιστικών των αντιφεμινιστικών των αντιφεμινιστικών
    αιτιατική τους αντιφεμινιστικούς τις αντιφεμινιστικές τα αντιφεμινιστικά
     κλητική αντιφεμινιστικοί αντιφεμινιστικές αντιφεμινιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιφεμινιστικός < αντιφεμινιστ(ής) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιφεμινιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία