Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιφεμινισμός οι αντιφεμινισμοί
      γενική του αντιφεμινισμού των αντιφεμινισμών
    αιτιατική τον αντιφεμινισμό τους αντιφεμινισμούς
     κλητική αντιφεμινισμέ αντιφεμινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιφεμινισμός < αντι- + φεμινισμός, (λόγιο δάνειο) αγγλική antifeminism [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.fe.mi.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐φε‐μι‐νι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιφεμινισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αντί και φεμινισμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία