Ετυμολογία

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η λιθαγωγός το λιθαγωγό
      γενική του/της λιθαγωγού του λιθαγωγού
    αιτιατική τον/τη λιθαγωγό το λιθαγωγό
     κλητική λιθαγωγέ λιθαγωγό
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιθαγωγοί τα λιθαγωγά
      γενική των λιθαγωγών των λιθαγωγών
    αιτιατική τους/τις λιθαγωγούς τα λιθαγωγά
     κλητική λιθαγωγοί λιθαγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

λιθαγωγός, -ός, -ό

  1. που μεταφέρει πέτρες, λίθους
  2. (ειδικότερα ιατρική, για φάρμακα) που έχει την ιδιότητα να βοηθά στη λιθαγωγία, την έξοδο λίθων από το σώμα

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις λίθος, αγωγός και άγω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λιθαγωγός τὸ λιθαγωγόν
      γενική τοῦ/τῆς λιθαγωγοῦ τοῦ λιθαγωγοῦ
      δοτική τῷ/τῇ λιθαγωγ τῷ λιθαγωγ
    αιτιατική τὸν/τὴν λιθαγωγόν τὸ λιθαγωγόν
     κλητική ! λιθαγωγέ λιθαγωγόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λιθαγωγοί τὰ λιθαγωγᾰ́
      γενική τῶν λιθαγωγῶν τῶν λιθαγωγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς λιθαγωγοῖς τοῖς λιθαγωγοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς λιθαγωγούς τὰ λιθαγωγᾰ́
     κλητική ! λιθαγωγοί λιθαγωγᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λιθαγωγώ τὼ λιθαγωγώ
      γεν-δοτ τοῖν λιθαγωγοῖν τοῖν λιθαγωγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

λῐθᾰγωγός, -ός, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις λίθος και ἄγω