Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθάγρα οι λιθάγρες
      γενική της λιθάγρας των λιθαγρών
    αιτιατική τη λιθάγρα τις λιθάγρες
     κλητική λιθάγρα λιθάγρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιθάγρα < (λίθος) λιθ- + -άγρα (< ἄγρα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιθάγρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία