Δείτε επίσης: άγρα, ἄγρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -άγρα οι -άγρες
      γενική της -άγρας των -αγρών
    αιτιατική τη(ν) -άγρα τις -άγρες
     κλητική -άγρα -άγρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

-άγρα θηλυκό



Ετυμολογία

επεξεργασία

-άγρα θηλυκό



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -άγρ αἱ -άγραι
      γενική τῆς -άγρᾱς τῶν -αγρῶν
      δοτική τῇ -άγρ ταῖς -άγραις
    αιτιατική τὴν -άγρᾱν τὰς -άγρᾱς
     κλητική ! -άγρ -άγραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -άγρ
γεν-δοτ τοῖν  -άγραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Γνωρίζουμε τον πληθυντικό του ἄγρα, «ἄγραι» με οξεία που δηλώνει βραχύ άλφα.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
-άγρα < ἄγρα (κυνήγι ζώων)

-άγρα θηλυκό