κύκνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κύκνος | οι | κύκνοι |
γενική | του | κύκνου | των | κύκνων |
αιτιατική | τον | κύκνο | τους | κύκνους |
κλητική | κύκνε | κύκνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κύκνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κύκνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈci.knos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κύ‐κνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακύκνος αρσενικό
- (πτηνό) μεγάλο νηκτικό πτηνό (όπως το είδος Cygnus olor), συνήθως λευκό, με μεγάλο και ευέλικτο λαιμό που διακρίνεται για την ομορφιά του
- ⮡ «Η Λίμνη των κύκνων» είναι μουσικό έργο για μπαλέτο του Tσαϊκόφσκι.
- ⮡ λαιμός κύκνου (πολύ λεπτός, ψηλός και όμορφος λαιμός)
- για τον αστερισμό → δείτε Κύκνος
Συγγενικά
επεξεργασία- κυκνάκι
- κύκνειος
- κυκνολαίμης
- Όροι με κυκν- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κύκνος
Πηγές
επεξεργασία- κύκνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κύκνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κύκνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κύκνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.