Δείτε επίσης: Κύκνος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κύκνος οι κύκνοι
      γενική του κύκνου των κύκνων
    αιτιατική τον κύκνο τους κύκνους
     κλητική κύκνε κύκνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένας κύκνος.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κύκνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κύκνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈci.knos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κύ‐κνος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κύκνος αρσενικό

  1. (πτηνό) μεγάλο νηκτικό πτηνό (όπως το είδος Cygnus olor), συνήθως λευκό, με μεγάλο και ευέλικτο λαιμό που διακρίνεται για την ομορφιά του
    ⮡  «Η Λίμνη των κύκνων» είναι μουσικό έργο για μπαλέτο του Tσαϊκόφσκι.
    ⮡  λαιμός κύκνου (πολύ λεπτός, ψηλός και όμορφος λαιμός)
  2. για τον αστερισμό → δείτε Κύκνος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα