Δείτε επίσης: Κύκνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κύκνος οι κύκνοι
      γενική του κύκνου των κύκνων
    αιτιατική τον κύκνο τους κύκνους
     κλητική κύκνε κύκνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένας κύκνος

  Ετυμολογία επεξεργασία

κύκνος < αρχαία ελληνική

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈci.knos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κύκνος αρσενικό

  • (πτηνό) (Cygnus olor) μεγάλο νηκτικό πτηνό, συνήθως λευκό, με μεγάλο και ευέλικτο λαιμό. Διακρίνεται για την ομορφιά του

Εκφράσεις επεξεργασία

  • Η Λίμνη των Κύκνων: μουσικό έργο για μπαλέτο του Tσαϊκόφσκι
  • λαιμός σαν κύκνος: λεπτός, λευκός και μακρύς λαιμός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία