Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κύκνειος η κύκνεια το κύκνειο
      γενική του κύκνειου της κύκνειας του κύκνειου
    αιτιατική τον κύκνειο την κύκνεια το κύκνειο
     κλητική κύκνειε κύκνεια κύκνειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κύκνειοι οι κύκνειες τα κύκνεια
      γενική των κύκνειων των κύκνειων των κύκνειων
    αιτιατική τους κύκνειους τις κύκνειες τα κύκνεια
     κλητική κύκνειοι κύκνειες κύκνεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κύκνειος < αρχαία ελληνική

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈci.kni.os/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈci.kni.a/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈci.kni.o/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

κύκνειος, -α, -ο

  • που σχετίζεται με τον κύκνο

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία