νηκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νηκτικός | η | νηκτική | το | νηκτικό |
γενική | του | νηκτικού | της | νηκτικής | του | νηκτικού |
αιτιατική | τον | νηκτικό | τη | νηκτική | το | νηκτικό |
κλητική | νηκτικέ | νηκτική | νηκτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νηκτικοί | οι | νηκτικές | τα | νηκτικά |
γενική | των | νηκτικών | των | νηκτικών | των | νηκτικών |
αιτιατική | τους | νηκτικούς | τις | νηκτικές | τα | νηκτικά |
κλητική | νηκτικοί | νηκτικές | νηκτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νηκτικός < (ελληνιστική κοινή) νηκτικός < αρχαία ελληνική νηκτός < νήχω
Επίθετο
επεξεργασίανηκτικός, -ή, -ό
- που μπορεί να κολυμπά
- που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση
- (ουσιαστικοποιημένο) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό νηκτικά: (ζωολογία) υδρόβια πουλιά (πάπια, χήνα κ.λπ.)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- νηκτική κύστη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νηκτικός
|