γάρος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γάρος | οι | γάροι |
γενική | του | γάρου | των | γάρων |
αιτιατική | τον | γάρο | τους | γάρους |
κλητική | γάρε | γάροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- γάρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γάρος [1] < αβέβαιης ετυμολογίας
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γάρος αρσενικό
- (χωρίς πληθυντικό) το αλατισμένο νερό, στο οποίο συντηρούνται τρόφιμα (ψάρια, ελιές, λαχανικά κ.λπ.). Λέγεται και άλμη ή σαλαμούρα
- (χωρίς πληθυντικό) σάλτσα που παρασκευάζεται από μικρά ψάρια, εντόσθια ψαριών, λάδι και λεμόνι
- το λέκιασμα, ο ρύπος
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- γάρος < γάδαρος < μεσαιωνική ελληνική γαϊδάριον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γάρος αρσενικό
Επεξεργασία
- ↑ «γάρος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
γᾰρο- | |||||
ονομαστική | ὁ | γάρος | οἱ | γάροι | |
γενική | τοῦ | γάρου | τῶν | γάρων | |
δοτική | τῷ | γάρῳ | τοῖς | γάροις | |
αιτιατική | τὸν | γάρον | τοὺς | γάρους | |
κλητική ὦ! | γάρε | γάροι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γάρω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | γάροιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γάρος > αβέβαιης ετυμολογίας → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γάρος αρσενικό
- (γαστρονομία) ψαρόσουπα με μικρά ψαράκια ή εντόσθια ψαριών
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «γάρος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.