γάρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γάρος | οι | γάροι |
γενική | του | γάρου | των | γάρων |
αιτιατική | τον | γάρο | τους | γάρους |
κλητική | γάρε | γάροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γάρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γάρος (είδος σάλτσας) & γάρον (ουδέτερο) < αβέβαιης ετυμολογίας. Συγγενή: ποντιακή γάρον < αρχαία ελληνική γάρον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɣa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γά‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγάρος αρσενικό
- (χωρίς πληθυντικό) το αλατισμένο νερό, στο οποίο συντηρούνται τρόφιμα (ψάρια, ελιές, λαχανικά κ.λπ.). Λέγεται και άλμη ή σαλαμούρα
- (χωρίς πληθυντικό) σάλτσα που παρασκευάζεται από μικρά ψάρια, εντόσθια ψαριών, λάδι και λεμόνι
- το υγρό που απομένει στο ελαιοτριβείο μετά την έκθλιψη των ελιών
- (συνεκδοχικά) κάθε θολό υγρό
- το λέκιασμα, ο ρύπος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαιδιωματικά:
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γάρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γάρος - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Κυπριακά (el-cyp)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γάρος < γάδαρος < μεσαιωνική ελληνική γαϊδάριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγάρος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
γᾰρο- | |||||
ονομαστική | ὁ | γάρος | οἱ | γάροι | |
γενική | τοῦ | γάρου | τῶν | γάρων | |
δοτική | τῷ | γάρῳ | τοῖς | γάροις | |
αιτιατική | τὸν | γάρον | τοὺς | γάρους | |
κλητική ὦ! | γάρε | γάροι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γάρω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | γάροιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γάρος > αβέβαιης ετυμολογίας → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγάρος αρσενικό
- (γαστρονομία) είδος σάλτσας σαν ψαρόσουπα με μικρά ψαράκια ή εντόσθια ψαριών
- άλλες μορφές: γάρον (ουδέτερο)
Πηγές
επεξεργασία- γάρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.