Δείτε επίσης: ἅλμη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άλμη οι άλμες
      γενική της άλμης
    αιτιατική την άλμη τις άλμες
     κλητική άλμη άλμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

άλμη θηλυκό και άρμη

  • διάλυμα αλατιού και νερού
    κράτησε το τυρί μέσα στην άλμη για να διατηρηθεί περισσότερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία