↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άρμη οι άρμες
      γενική της άρμης
    αιτιατική την άρμη τις άρμες
     κλητική άρμη άρμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άρμη < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική ἅλμη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άρμη θηλυκό

  • → δείτε τη λέξη άλμη