Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άρμη < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική ἅλμη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άρμη θηλυκό

  • → δείτε τη λέξη άλμη