Δείτε επίσης: Ταύρος, ταῦρος, Ταῦρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταύρος οι ταύροι
      γενική του ταύρου των ταύρων
    αιτιατική τον ταύρο τους ταύρους
     κλητική ταύρε ταύροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταύρος < αρχαία ελληνική (ταῦρος)
 
ταύρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταύρος αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) θηλαστικό: αρσενικό βόδι, ικανό προς αναπαραγωγή
  2. (μεταφορικά) δυνατός άντρας
  3. (μεταφορικά) πολύ θυμωμένος
    «Ταύρος μαινόμενος εντός υαλοπωλείου» έγινε πάλι με τα καμώματα της πεθεράς του!!!

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

βόδι ταύρος αγελάδα μοσχάρι

  Μεταφράσεις επεξεργασία