virbovo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | virbovo | virbovoj |
αιτιατική | virbovon | virbovojn |
virbovo (eo)
- (θηλαστικό ζώο) ο ταύρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | virbovo | virbovoj |
αιτιατική | virbovon | virbovojn |
virbovo (eo)