virbovo
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | virbovo | virbovoj |
αιτιατική | virbovon | virbovojn |
virbovo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | virbovo | virbovoj |
αιτιατική | virbovon | virbovojn |
virbovo (eo)