Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταυρομαχικός η ταυρομαχική το ταυρομαχικό
      γενική του ταυρομαχικού της ταυρομαχικής του ταυρομαχικού
    αιτιατική τον ταυρομαχικό την ταυρομαχική το ταυρομαχικό
     κλητική ταυρομαχικέ ταυρομαχική ταυρομαχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταυρομαχικοί οι ταυρομαχικές τα ταυρομαχικά
      γενική των ταυρομαχικών των ταυρομαχικών των ταυρομαχικών
    αιτιατική τους ταυρομαχικούς τις ταυρομαχικές τα ταυρομαχικά
     κλητική ταυρομαχικοί ταυρομαχικές ταυρομαχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταυρομαχικός < → δείτε τις λέξεις ταυρομάχος και -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ταυρομαχικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία