ταυρομάχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ταυρομάχος < ταυρομαχία < ταύρος + -μαχία (< μάχομαι)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /tav.ɾɔ.ˈma.xɔs/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ταυρομάχος αρσενικό
- στις ταυρομαχίες, αυτός που αγωνίζεται απέναντι σε ταύρους
- στις ταυρομαχίες, αυτός που θανατώνει τον ταύρο