Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /to.ʁɔ.ma.ʃik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tauromachique tauromachiques

tauromachique (fr) αρσενικό ή θηλυκό