ταυροειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ταυροειδής | η | ταυροειδής | το | ταυροειδές |
γενική | του | ταυροειδούς* | της | ταυροειδούς | του | ταυροειδούς |
αιτιατική | τον | ταυροειδή | την | ταυροειδή | το | ταυροειδές |
κλητική | ταυροειδή(ς) | ταυροειδής | ταυροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ταυροειδείς | οι | ταυροειδείς | τα | ταυροειδή |
γενική | των | ταυροειδών | των | ταυροειδών | των | ταυροειδών |
αιτιατική | τους | ταυροειδείς | τις | ταυροειδείς | τα | ταυροειδή |
κλητική | ταυροειδείς | ταυροειδείς | ταυροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαταυροειδής, -ής, -ές
- που μοιάζει με ταύρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταυροειδής
|