↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταυροειδής η ταυροειδής το ταυροειδές
      γενική του ταυροειδούς* της ταυροειδούς του ταυροειδούς
    αιτιατική τον ταυροειδή την ταυροειδή το ταυροειδές
     κλητική ταυροειδή(ς) ταυροειδής ταυροειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταυροειδείς οι ταυροειδείς τα ταυροειδή
      γενική των ταυροειδών των ταυροειδών των ταυροειδών
    αιτιατική τους ταυροειδείς τις ταυροειδείς τα ταυροειδή
     κλητική ταυροειδείς ταυροειδείς ταυροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταυροειδής < ταύρος + -ειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

ταυροειδής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία