ταυροκαθάψια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ταυροκαθάψια | ||
γενική | των | ταυροκαθαψίων & ταυροκαθάψιων | ||
αιτιατική | τα | ταυροκαθάψια | ||
κλητική | ταυροκαθάψια | |||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ταυροκαθάψια < ελληνιστική κοινή ταυροκαθάψια < αρχαία ελληνική ταῦρος + ελληνιστική κοινή κάθαψις < αρχαία ελληνική καθάπτω < κατά + ἅπτω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ταυροκαθάψια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θρησκεία) (Αρχαία Ελλάδα) «άθλημα» στα πλαίσια θρησκευτικών τελετών κατά το οποίο τολμηροί νέοι αντιμετώπιζαν κάποιον ταύρο, προσπαθώντας να τον πιάσουν ή να κάνουν διάφορα ακροβατικά νούμερα ή άλματα πάνω του ή κοντά του
- Πραγματικό αριστούργημα της νεοανακτορικής μικροπλαστικής αποτελεί το σπάνιο αγαλματίδιο που παριστάνει ταυροκαθάπτη. Βρέθηκε μαζί με κομμάτια άλλων μορφών και φαίνεται ότι αποτελούσε μέρος μιας μεγαλύτερης σύνθεσης που απεικόνιζε τα ταυροκαθάψια, τον περίφημο θρησκευτικό αγώνα της μινωικής Κρήτης. (*)
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ταυροκαθάψια στη Βικιπαίδεια
- ταυρελάτης / ταυρηλάτης (αυτός που οδηγεί ταύρους)
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Ορισμένοι μελετητές τονίζουν τη λέξη στο -ι-: ταυροκαθαψία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ταυροκαθάψια
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Πληθυντικός |
---|---|
Ονομαστική | ταυροκαθάψια |
Γενική | ταυροκαθαψίων |
Δοτική | ταυροκαθαψίοις |
Αιτιατική | ταυροκαθάψια |
Κλητική | ταυροκαθάψια |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ταυροκαθάψια < αρχαία ελληνική ταῦρος + ελληνιστική κοινή κάθαψις < αρχαία ελληνική καθάπτω < κατά + ἅπτω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ταυροκαθάψια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θρησκεία) ταυροκαθάψια
- [Πο]ντάρχη[ν, ἐπιτε]λέσαντα ταυροκα[θάψια] καὶ κυνηγέσιον (επιγραφή (CIG 4157) από την Σινώπη)
- τὸν ἱερέα καὶ ταλαντάρχην δι’ ὅπλων, δόντα καὶ ἀνάλημψιν καὶ ταυροκαθάψια (επιγραφή (SEG 32:660) από την Βιζύη της Θράκης)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ταυρελάτης (αυτός που οδηγεί ταύρους)
Επεξεργασία
- «ταυροκαθάψια» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.