↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταυρηλάτης οἱ ταυρηλάται
      γενική τοῦ ταυρηλάτου τῶν ταυρηλατῶν
      δοτική τῷ ταυρηλάτ τοῖς ταυρηλάταις
    αιτιατική τὸν ταυρηλάτην τοὺς ταυρηλάτᾱς
     κλητική ! ταυρηλάτ ταυρηλάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταυρηλάτ
γεν-δοτ τοῖν  ταυρηλάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταυρηλάτης < ταῦρ(ος) + -ηλάτης < ἐλαύνω

  Επίθετο

επεξεργασία

ταυρηλάτης αρσενικό και ταυρελάτης

Σημειώσεις

επεξεργασία