Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρματηλάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αρματηλάτ
ης
οι
αρματηλάτ
ες
γενική
του
αρματηλάτ
η
των
αρματηλατ
ών
αιτιατική
τον
αρματηλάτ
η
τους
αρματηλάτ
ες
κλητική
αρματηλάτ
η
αρματηλάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρματηλάτης
<
άρματ(ος)
+
-ηλάτης
<
ἐλαύνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρματηλάτης
αρσενικό
οδηγός άρματος,
ηνίοχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρματηλάτης
γαλλικά
:
conducteur
(fr)
de
char
(fr)
,
tankiste
(fr)