Δείτε επίσης: Ψαλίδα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψαλίδα οι ψαλίδες
      γενική της ψαλίδας των ψαλίδων
    αιτιατική την ψαλίδα τις ψαλίδες
     κλητική ψαλίδα ψαλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψαλίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψαλίδα < αρχαία ελληνική ψαλίς άγνωστης ετυμολογίας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psaˈli.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψα‐λί‐δα
 
Ψαλίδα ραπτικής.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψαλίδα θηλυκό

  1. (μεγεθυντικό) μεγάλο ψαλίδι όπως αυτό του κηπουρού
  2. (βοτανική) ο έλικας του αμπελιού κι άλλων αναρριχητικών φυτών
  3. (ζώο) η σαρανταποδαρούσα
  4. (έντομο) μικρό έντομο που στο πίσω μέρος της κοιλιάς του έχει δύο σκληρές κι αιχμηρές λαβίδες
  5. (κομμωτική) ασθένεια των τριχών της κεφαλής κατά την οποία οι άκρες τους σχίζονται στα δύο και δεν αναπτύσσονται άλλο
     συνώνυμα: τριχοκλαστία
  6. (μεταφορικά) η διαφορά ανάμεσα σε δύο μετρήσιμα μεγέθη
  7. (ανατομία) σύνδεσμος των ημισφαιρίων του εγκεφάλου που βρίσκεται κάτω από το μεσολόβιο και έχει το σχήμα ψαλιδιού
     
    Η ψαλίδα ενώνει τα δύο ημισφαίρια. (κάντε κλικ για να δείτε σε zoom το σχήμα της ψαλίδας).
    ⮡  Η ψαλίδα αποτελείται από 2 ταινίες που ενώνονται στη μέση και σχηματίζουν το σώμα της ψαλίδας και απομακρύνονται στα άκρα για να σχηματίσουν τα πρόσθια και οπίσθια σκέλη της ψαλίδας.
    ⮡  λατινικός όρος: fornix (αψίδα, καμάρα).
    Για άλλα όργανα παρόμοια με ψαλίδι → δείτε  fornix (αποσαφήνιση) στην αγγλική Βικιπαίδεια  

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
ψαλιδ- 

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ψαλίδι

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψαλίδα θηλυκό