ψαλίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψαλίδα | οι | ψαλίδες |
γενική | της | ψαλίδας | των | ψαλίδων |
αιτιατική | την | ψαλίδα | τις | ψαλίδες |
κλητική | ψαλίδα | ψαλίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψαλίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψαλίδα < αρχαία ελληνική ψαλίς άγνωστης ετυμολογίας
- μεγάλο ψαλίδι και μεταφορική έννοια < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική scissors[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psaˈli.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψα‐λί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψαλίδα θηλυκό
- (μεγεθυντικό) μεγάλο ψαλίδι όπως αυτό του κηπουρού
- (βοτανική) ο έλικας του αμπελιού κι άλλων αναρριχητικών φυτών
- (ζώο) η σαρανταποδαρούσα
- (έντομο) μικρό έντομο που στο πίσω μέρος της κοιλιάς του έχει δύο σκληρές κι αιχμηρές λαβίδες
- (κομμωτική) ασθένεια των τριχών της κεφαλής κατά την οποία οι άκρες τους σχίζονται στα δύο και δεν αναπτύσσονται άλλο
- (μεταφορικά) η διαφορά ανάμεσα σε δύο μετρήσιμα μεγέθη
- (ανατομία) σύνδεσμος των ημισφαιρίων του εγκεφάλου που βρίσκεται κάτω από το μεσολόβιο και έχει το σχήμα ψαλιδιού
- ⮡ Η ψαλίδα αποτελείται από 2 ταινίες που ενώνονται στη μέση και σχηματίζουν το σώμα της ψαλίδας και απομακρύνονται στα άκρα για να σχηματίσουν τα πρόσθια και οπίσθια σκέλη της ψαλίδας.
- ⮡ λατινικός όρος: fornix (αψίδα, καμάρα).
Για άλλα όργανα παρόμοια με ψαλίδι → δείτε fornix (αποσαφήνιση) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ψαλιδ-
ψαλιδ-
- αρνοψάλιδο
- αψαλίδιστα (επίρρημα)
- αψαλίδιστος
- γιδοψαλίδα
- κακοψαλιδίζω
- κακοψαλιδισμένος
- καλοψαλιδισμένος
- καμποψαλίδα, καμποψάλιδο
- κεροψάλιδο
- κουροψάλιδο
- πρατοψάλιδο
- προβατοψαλίδα, προβατοψάλιδο
- τραγοψάλιδο
- φρεσκοψαλιδισμένος
- Ψαλίδα (τοπωνύμιο)
- ψαλιδάκι
- ψαλιδάρης (πουλί)
- ψαλίδι
- ψαλιδιά
- ψαλίδισμα
- ψαλιδισμένος
- ψαλιδισμός
- ψαλιδιστά (επίρρημα)
- ψαλιδόστομος
- ψαλιδίτσα
- ψαλιδίζω, ψαλιδίζομαι
- ψαλιδογένης
- ψαλιδόδεσμος (ναυτικός όρος)
- ψαλιοδοδοντία
- ψαλιδοειδής
- ψαλιδοκέρι
- ψαλιδοκόβω, ψαλιδοκόβομαι
- ψαλιδόκολος
- ψαλιδοκομμένος
- ψαλιδούλα
- ψαλιδοφτέρουγος
- ψαλιδοχέρης
- ψαλιδόχορτο
- ψαλίδωμα
- ψαλιδωμένος
- ψαλιδώνω, ψαλιδώνομαι
- ψαλιδωτά (επίρρημα)
- ψαλιδωτός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ψαλίδι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ψαλίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψαλίδα θηλυκό
- (μεγεθυντικό) άλλη μορφή του ψαλίς
Πηγές
επεξεργασία- σελ.620 - ⌘ Σοφοκλής (Ευαγγελινός Αποστολίδης), A glossary of Byzantine and later Greek, Τόμος 7 του Memoirs, American Αcademy of Αrts and Σciences, 1860.