Δείτε επίσης: ψαλιδίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαλιδώνω < ψαλίδα

  Ρήμα επεξεργασία

ψαλιδώνω

  1. σχηματίζω αψίδα
  2. τραυματίζω κάποιον με ψαλίδι


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία