Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψαλιδωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ψαλιδωτ
ός
η
ψαλιδωτ
ή
το
ψαλιδωτ
ό
γενική
του
ψαλιδωτ
ού
της
ψαλιδωτ
ής
του
ψαλιδωτ
ού
αιτιατική
τον
ψαλιδωτ
ό
την
ψαλιδωτ
ή
το
ψαλιδωτ
ό
κλητική
ψαλιδωτ
έ
ψαλιδωτ
ή
ψαλιδωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ψαλιδωτ
οί
οι
ψαλιδωτ
ές
τα
ψαλιδωτ
ά
γενική
των
ψαλιδωτ
ών
των
ψαλιδωτ
ών
των
ψαλιδωτ
ών
αιτιατική
τους
ψαλιδωτ
ούς
τις
ψαλιδωτ
ές
τα
ψαλιδωτ
ά
κλητική
ψαλιδωτ
οί
ψαλιδωτ
ές
ψαλιδωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
.
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψαλιδωτός
< (
ελληνιστική κοινή
) ψαλιδωτός (τότε σήμαινε εκείνον που είχε σχήμα
καμάρας
)
Ψάρι με
ψαλιδωτή
ουρά.
Επίθετο
επεξεργασία
ψαλιδωτός, ή, ό
που έχει το σχήμα ανοιγμένου
ψαλιδιού
, σχήμα
ψαλίδας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψαλιδωτός
αγγλικά
:
scissorlike
(en)