ψαλιδωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
.
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψαλιδωτός < (ελληνιστική κοινή) ψαλιδωτός (τότε σήμαινε εκείνον που είχε σχήμα καμάρας)
Επίθετο επεξεργασία
ψαλιδωτός, ή, ό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψαλιδωτός
.
ψαλιδωτός, ή, ό