ψαλιδωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψαλιδωτά < ψαλιδωτός
Επίρρημα
επεξεργασίαψαλιδωτά
- σε σχήμα ψαλιδιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψαλιδωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαψαλιδωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψαλιδωτό