ψαλιδιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψαλιδιά | οι | ψαλιδιές |
γενική | της | ψαλιδιάς | των | ψαλιδιών |
αιτιατική | την | ψαλιδιά | τις | ψαλιδιές |
κλητική | ψαλιδιά | ψαλιδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψαλιδιά < ψαλίδι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psa.liˈðʝa/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψαλιδιά θηλυκό
- μία κίνηση του ψαλιδιού
- το κόψιμο που αφήνει σε ένα αντικείμενο μια κίνηση του ψαλιδιού
- είδος κόμπου που χρησιμοποιούν οι πρόσκοποι, ψαράδες και ορειβάτες για να δέσουν ένα σχοινί σε ένα ξύλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψαλιδιά
|