Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαλίδισμα τα ψαλιδίσματα
      γενική του ψαλιδίσματος των ψαλιδισμάτων
    αιτιατική το ψαλίδισμα τα ψαλιδίσματα
     κλητική ψαλίδισμα ψαλιδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαλίδισμα < ψαλιδίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαλίδισμα ουδέτερο

  1. το κόψιμο με ψαλίδι
  2. η περικοπή όσων εξέχουν, περισσεύουν ή όσων κάποιος κρίνει ότι δεν είναι απαραίτητα -ξέφτια, τρίχες, αλλά και έξοδα
  3. ο ήχος από την ψαλιδιά

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία