Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψαλιδισμός οι ψαλιδισμοί
      γενική του ψαλιδισμού των ψαλιδισμών
    αιτιατική τον ψαλιδισμό τους ψαλιδισμούς
     κλητική ψαλιδισμέ ψαλιδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαλιδισμός < ψαλιδίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαλιδισμός αρσενικό

  1. ........
  2. σχάση κατά πλάτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία