↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαλίδωμα τα ψαλιδώματα
      γενική του ψαλιδώματος των ψαλιδωμάτων
    αιτιατική το ψαλίδωμα τα ψαλιδώματα
     κλητική ψαλίδωμα ψαλιδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψαλίδωμα < ψαλιδώνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψαλίδωμα ουδέτερο

  1. τραυματίζω κάποιον με ψαλίδι, του μπήγω το ψαλίδι
  2. παλιότερα σήμαινε κατασκευή με αψίδα ή θόλο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία