Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαλίδωμα τα ψαλιδώματα
      γενική του ψαλιδώματος των ψαλιδωμάτων
    αιτιατική το ψαλίδωμα τα ψαλιδώματα
     κλητική ψαλίδωμα ψαλιδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαλίδωμα < ψαλιδώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαλίδωμα ουδέτερο

  1. τραυματίζω κάποιον με ψαλίδι, του μπήγω το ψαλίδι
  2. παλιότερα σήμαινε κατασκευή με αψίδα ή θόλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία