ψαλίδωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψαλίδωμα < ψαλιδώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψαλίδωμα ουδέτερο
- τραυματίζω κάποιον με ψαλίδι, του μπήγω το ψαλίδι
- παλιότερα σήμαινε κατασκευή με αψίδα ή θόλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψαλίδωμα
|