ψαλιδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψαλιδάκι < ψαλίδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψαλιδάκι | τα | ψαλιδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ψαλιδάκι | τα | ψαλιδάκια |
κλητική | ψαλιδάκι | ψαλιδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ψαλιδάκι ουδέτερο
- το μικρό ψαλίδι
- ψαλιδάκι για τα νύχια
- παιδικό ψαλιδάκι
- (αθλητισμός) ψαλίδι, κίνηση ποδοσφαιριστή με τα πόδια που μοιάζει με την κίνηση του ψαλιδιού
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ψαλίδι