Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ψαλίδι (επάνω) και ψαλιδάκι (1) (κάτω)

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαλιδάκι < ψαλίδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαλιδάκι τα ψαλιδάκια
      γενική
    αιτιατική το ψαλιδάκι τα ψαλιδάκια
     κλητική ψαλιδάκι ψαλιδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ψαλιδάκι ουδέτερο

  1. το μικρό ψαλίδι
    ψαλιδάκι για τα νύχια
    παιδικό ψαλιδάκι
  2. (αθλητισμός) ψαλίδι, κίνηση ποδοσφαιριστή με τα πόδια που μοιάζει με την κίνηση του ψαλιδιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ψαλίδι