υπόχρεος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπόχρεος | η | υπόχρεη | το | υπόχρεο |
γενική | του | υπόχρεου | της | υπόχρεης | του | υπόχρεου |
αιτιατική | τον | υπόχρεο | την | υπόχρεη | το | υπόχρεο |
κλητική | υπόχρεε | υπόχρεη | υπόχρεο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπόχρεοι | οι | υπόχρεες | τα | υπόχρεα |
γενική | των | υπόχρεων | των | υπόχρεων | των | υπόχρεων |
αιτιατική | τους | υπόχρεους | τις | υπόχρεες | τα | υπόχρεα |
κλητική | υπόχρεοι | υπόχρεες | υπόχρεα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπόχρεος < ελληνιστική κοινή ὑπόχρεος / ὑπόχρεως (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ὑπόχρεος / ὑπόχρεως (2.(σημασιολογικό δάνειο) γαλλική obligé[1] [2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈpo.xɾe.os/
Επίθετο
επεξεργασίαυπόχρεος, -η, -ο
- που έχει υποχρέωση για κάτι
- που ευγνωμονεί κάποιον για μια χάρη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπόχρεος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υπόχρεος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ υπόχρεος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)