Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποχρέωμα τα υποχρεώματα
      γενική του υποχρεώματος των υποχρεωμάτων
    αιτιατική το υποχρέωμα τα υποχρεώματα
     κλητική υποχρέωμα υποχρεώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποχρέωμα < υποχρεώνω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποχρέωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία