καθυποχρεώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαθυποχρεώνω (παθητική φωνή: καθυποχρεώνομαι)
- (λόγιο) άλλη μορφή του καταϋποχρεώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθυποχρεώνω | καθυποχρέωνα | θα καθυποχρεώνω | να καθυποχρεώνω | καθυποχρεώνοντας | |
β' ενικ. | καθυποχρεώνεις | καθυποχρέωνες | θα καθυποχρεώνεις | να καθυποχρεώνεις | καθυποχρέωνε | |
γ' ενικ. | καθυποχρεώνει | καθυποχρέωνε | θα καθυποχρεώνει | να καθυποχρεώνει | ||
α' πληθ. | καθυποχρεώνουμε | καθυποχρεώναμε | θα καθυποχρεώνουμε | να καθυποχρεώνουμε | ||
β' πληθ. | καθυποχρεώνετε | καθυποχρεώνατε | θα καθυποχρεώνετε | να καθυποχρεώνετε | καθυποχρεώνετε | |
γ' πληθ. | καθυποχρεώνουν(ε) | καθυποχρέωναν καθυποχρεώναν(ε) |
θα καθυποχρεώνουν(ε) | να καθυποχρεώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθυποχρέωσα | θα καθυποχρεώσω | να καθυποχρεώσω | καθυποχρεώσει | ||
β' ενικ. | καθυποχρέωσες | θα καθυποχρεώσεις | να καθυποχρεώσεις | καθυποχρέωσε | ||
γ' ενικ. | καθυποχρέωσε | θα καθυποχρεώσει | να καθυποχρεώσει | |||
α' πληθ. | καθυποχρεώσαμε | θα καθυποχρεώσουμε | να καθυποχρεώσουμε | |||
β' πληθ. | καθυποχρεώσατε | θα καθυποχρεώσετε | να καθυποχρεώσετε | καθυποχρεώστε | ||
γ' πληθ. | καθυποχρέωσαν καθυποχρεώσαν(ε) |
θα καθυποχρεώσουν(ε) | να καθυποχρεώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καθυποχρεώσει | είχα καθυποχρεώσει | θα έχω καθυποχρεώσει | να έχω καθυποχρεώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καθυποχρεώσει | είχες καθυποχρεώσει | θα έχεις καθυποχρεώσει | να έχεις καθυποχρεώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καθυποχρεώσει | είχε καθυποχρεώσει | θα έχει καθυποχρεώσει | να έχει καθυποχρεώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καθυποχρεώσει | είχαμε καθυποχρεώσει | θα έχουμε καθυποχρεώσει | να έχουμε καθυποχρεώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καθυποχρεώσει | είχατε καθυποχρεώσει | θα έχετε καθυποχρεώσει | να έχετε καθυποχρεώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καθυποχρεώσει | είχαν καθυποχρεώσει | θα έχουν καθυποχρεώσει | να έχουν καθυποχρεώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθυποχρεώνω
|