→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ὑπόχρεω-
ονομαστική / ὑπόχρεως τὸ ὑπόχρεων
      γενική τοῦ/τῆς ὑπόχρεω τοῦ ὑπόχρεω
      δοτική τῷ/τῇ ὑπόχρε τῷ ὑπόχρε
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑπόχρεων τὸ ὑπόχρεων
     κλητική ! ὑπόχρεως ὑπόχρεων
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑπόχρε τὰ ὑπόχρεα
      γενική τῶν ὑπόχρεων τῶν ὑπόχρεων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑπόχρεῳς τοῖς ὑπόχρεῳς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑπόχρεως τὰ ὑπόχρεα
     κλητική ! ὑπόχρε ὑπόχρεα
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑπόχρεω τὼ ὑπόχρεω
      γεν-δοτ τοῖν ὑπόχρεῳν τοῖν ὑπόχρεῳν
2η κλίση, Κατηγορία 'ἵλεως' όπως «ἵλεως» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπόχρεως < ὑπό- + χρέος / χρέως

  Επίθετο

επεξεργασία

ὑπόχρεως

  1. που χρωστά, χρεωμένος
  2. που αξαρτάται από κάποιον
  3. υποχρεωμένος
  4. δεσμευμένος, δεμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία