ὑπόχρεως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ὑπόχρεω- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὑπόχρεως | τὸ | ὑπόχρεων | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὑπόχρεω | τοῦ | ὑπόχρεω | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὑπόχρεῳ | τῷ | ὑπόχρεῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὑπόχρεων | τὸ | ὑπόχρεων | ||
κλητική ὦ! | ὑπόχρεως | ὑπόχρεων | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὑπόχρεῳ | τὰ | ὑπόχρεα | ||
γενική | τῶν | ὑπόχρεων | τῶν | ὑπόχρεων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑπόχρεῳς | τοῖς | ὑπόχρεῳς | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑπόχρεως | τὰ | ὑπόχρεα | ||
κλητική ὦ! | ὑπόχρεῳ | ὑπόχρεα | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπόχρεω | τὼ | ὑπόχρεω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑπόχρεῳν | τοῖν | ὑπόχρεῳν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ἵλεως' όπως «ἵλεως» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὑπόχρεως
- που χρωστά, χρεωμένος
- που αξαρτάται από κάποιον
- υποχρεωμένος
- δεσμευμένος, δεμένος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑπόχρεως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπόχρεως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.