ὑπόχρεος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὑπόχρεος | τὸ ὑπόχρεον | οἱ, αἱ ὑπόχρεοι | τὰ ὑπόχρεα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὑποχρέου | τοῦ ὑποχρέου | τῶν ὑποχρέων | τῶν ὑποχρέων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὑποχρέῳ | τῷ ὑποχρέῳ | τοῖς, ταῖς ὑποχρέοις | τοῖς ὑποχρέοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὑπόχρεον | τὸ ὑπόχρεον | τοὺς, τὰς ὑποχρέους | τὰ ὑπόχρεα |
Κλητική | ὑπόχρεε | ὑπόχρεον | ὑπόχρεοι | ὑπόχρεα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὑποχρέω | |||
Γενική-Δοτική | ὑποχρέοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑπόχρεος < ὑπόχρεως
Επίθετο
επεξεργασίαὑπόχρεος
- άλλη μορφή του ὑπόχρεως
Πηγές
επεξεργασία- ὑπόχρεως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπόχρεως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.