καθυποχρεωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθυποχρεωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καθυποχρεώνω
Μετοχή
επεξεργασίακαθυποχρεωμένος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καθυποχρεωμένος
|
καθυποχρεωμένος
|