Ετυμολογία

επεξεργασία
υποχρεωτικώς < (καθαρεύουσα) ὑποχρεωτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε υποχρεωτικ(ός) + -ώς

  Επίρρημα

επεξεργασία

υποχρεωτικώς θηλυκό