Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υποχρεωτικώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
υποχρεωτικώς
< (
καθαρεύουσα
) ὑποχρεωτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε
υποχρεωτικ(ός)
+
-ώς
Επίρρημα
επεξεργασία
υποχρεωτικώς
θηλυκό
(
λόγιο
)
υποχρεωτικά