υπερυποχρεώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαυπερυποχρεώνω[1]
- υποχρεώνω κάποιον σε υπερβολικό βαθμό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερυποχρεώνω | υπερυποχρέωνα | θα υπερυποχρεώνω | να υπερυποχρεώνω | υπερυποχρεώνοντας | |
β' ενικ. | υπερυποχρεώνεις | υπερυποχρέωνες | θα υπερυποχρεώνεις | να υπερυποχρεώνεις | υπερυποχρέωνε | |
γ' ενικ. | υπερυποχρεώνει | υπερυποχρέωνε | θα υπερυποχρεώνει | να υπερυποχρεώνει | ||
α' πληθ. | υπερυποχρεώνουμε | υπερυποχρεώναμε | θα υπερυποχρεώνουμε | να υπερυποχρεώνουμε | ||
β' πληθ. | υπερυποχρεώνετε | υπερυποχρεώνατε | θα υπερυποχρεώνετε | να υπερυποχρεώνετε | υπερυποχρεώνετε | |
γ' πληθ. | υπερυποχρεώνουν(ε) | υπερυποχρέωναν υπερυποχρεώναν(ε) |
θα υπερυποχρεώνουν(ε) | να υπερυποχρεώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερυποχρέωσα | θα υπερυποχρεώσω | να υπερυποχρεώσω | υπερυποχρεώσει | ||
β' ενικ. | υπερυποχρέωσες | θα υπερυποχρεώσεις | να υπερυποχρεώσεις | υπερυποχρέωσε | ||
γ' ενικ. | υπερυποχρέωσε | θα υπερυποχρεώσει | να υπερυποχρεώσει | |||
α' πληθ. | υπερυποχρεώσαμε | θα υπερυποχρεώσουμε | να υπερυποχρεώσουμε | |||
β' πληθ. | υπερυποχρεώσατε | θα υπερυποχρεώσετε | να υπερυποχρεώσετε | υπερυποχρεώστε | ||
γ' πληθ. | υπερυποχρέωσαν υπερυποχρεώσαν(ε) |
θα υπερυποχρεώσουν(ε) | να υπερυποχρεώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπερυποχρεώσει | είχα υπερυποχρεώσει | θα έχω υπερυποχρεώσει | να έχω υπερυποχρεώσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπερυποχρεώσει | είχες υπερυποχρεώσει | θα έχεις υπερυποχρεώσει | να έχεις υπερυποχρεώσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπερυποχρεώσει | είχε υπερυποχρεώσει | θα έχει υπερυποχρεώσει | να έχει υπερυποχρεώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερυποχρεώσει | είχαμε υπερυποχρεώσει | θα έχουμε υπερυποχρεώσει | να έχουμε υπερυποχρεώσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπερυποχρεώσει | είχατε υπερυποχρεώσει | θα έχετε υπερυποχρεώσει | να έχετε υπερυποχρεώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερυποχρεώσει | είχαν υπερυποχρεώσει | θα έχουν υπερυποχρεώσει | να έχουν υπερυποχρεώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερυποχρεώνω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υπερυποχρεώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)